-
1 βιβλιοθήκη
[вивлиотики] ουσ. Θ. библиотекаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιβλιοθήκη
-
2 библиотека
библиотека ж η βιβλιοθήκη публичная \библиотека η δημόσια βιβλιοθήκη* * *жη βιβλιοθήκηпубли́чная библиоте́ка — η δημόσια βιβλιοθήκη
-
3 библиотека
библиотекаж ἡ βιβλιοθήκη:публичная \библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη; передвиж-ΗέΗ \библиотека ἡ κινητή βιβλιοθήκη; \библиотекачитальня ἡ βιβλιοθήκη-ἀναγνωστήριο. -
4 имя
имя с το όνομα* как ваше \имя? πώς σας λένε; назвать по имени κατονομάζω, ονο ματίζω библиотека имени Ле нина η βιβλιοθήκη Λένιν от имени... εξ ονόματος... во \имя мира για την ειρήνη* * *сτο όνομαкак ва́ше и́мя? — πώς σας λένε
назва́ть по и́мени — κατονομάζω, ονοματίζω
библиоте́ка и́мени Ле́нина — η βιβλιοθήκη Λένιν
от и́мени…— εξ ονόματος
во и́мя ми́ра — για την ειρήνη
-
5 книжный
-
6 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
7 библиотека
-и θ.βιβλιοθήκη.εκφρ.библиотека читальня; – βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο. -
8 библиотека
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > библиотека
-
9 публичный
(открытый, гласный) δη-μόσι/ος- ые торги η δημοπρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > публичный
-
10 шкаф
1. тех. το κιβώτιοпитающий - свз. τροφοδότησηςхолодильный - с автоматическим оттаиваниемо ψυκτικός θάλαμος με αυτόματη απόψυξη2.(мебель) το ερμάριο, η ντουλάπα (ξεν.)- для белья το ερμάριο, разг. η ντουλάπαнесгораемый - άκαυστο -, το χρηματοκιβώτιοстенной - σύνθετο -, разг. το σύνθετοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шкаф
-
11 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
12 имя
имяс1. τό ὀνομα:давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή3. грам. τό ὀνομα:\имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη. -
13 кийжный
кийжн||ыйприл τοῦ βιβλίου:\кийжный шкаф ἡ βιβλιοθήκη· \кийжныйая полка ἡ ράφι γιά βιβλία· \кийжный магазин τό βιβλιοπωλείο· \кийжныйая торговля τό ἐμπόριο βιβλίων ◊ Книжная палата ὁ οίκος τοῦ βιβλίου· \кийжный червь ὁ βιβλιοσκώληξ, ἡ βιβλιόφθειρα. -
14 книгохранилище
книго||хранилищес ίδρυμα γιά φύλαξη βιβλίων, ἡ βιβλιοθήκη. -
15 передвижка
передвижкаж:библиотека\передвижка ἡ κινητή βιβλιοθήκη. -
16 публичный
публичн||ыйприл δημόσιος:\публичныйая библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη· \публичныйая лекция ἡ διάλεξη γιά τό κοινό, ἡ δημοσία διάλεξη· ◊ \публичныйая женщина ἡ πόρνη, ἡ δημόσια· \публичныйый дом οίκος ἀνοχής· \публичныйые торги ἡ δημοπρασία. -
17 работать
работа||тьнесов1. δουλεύω, ἐργάζομαι:\работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου. -
18 ходячий
ходяч||ийприл1. περίπατων:\ходячий больной ἄρρωστος στό ποδάρι·2. (распространенный) συνήθης:\ходячийая истина ἡ κοινοτοπία· \ходячийее выражение ἡ συνηθισμένη ἐκφρασή ◊ \ходячийая энциклопедия разг κινητή βιβλιοθήκη· \ходячийая добродетель ἡ προσωποποίηση τής ἀρετής. -
19 шкаф
шкафм τό ντόμλάπι, ἡ ντουλάπα, τό ἀρμάρι:платяной \шкаф ἡ ίματιοθήκη, ἡ γκαρνταρόμπα· книжный \шкаф ἡ βιβλιοθήκη· несгораемый \шкаф τό χρηματοκιβώτιο[ν]· стенной \шкаф τό ντουλάπι τοῦ τοίχου. -
20 библиотека
[μπιμπλιατιέκα] ουσ θ. βιβλιοθήκη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιβλιοθήκη — book case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοθήκῃ — βιβλιοθήκη book case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — η 1. έπιπλο με ράφια στα οποία τοποθετούνται βιβλία: Η βιβλιοθήκη που αγόρασα πιάνει όλο τον τοίχο. 2. αίθουσα ή κτίριο όπου φυλάσσονται βιβλία και διατίθενται για χρήση από το κοινό: Δανείζομαι συχνά βιβλία από τη δημοτική βιβλιοθήκη. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Τον πυρήνα της αποτέλεσε η πλούσια συλλογή βιβλίων την οποία δώρισε ο Ιωάννης Γεννάδιος, στην Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας με τον όρο να ανεγερθεί ειδικό κτίριο στην Αθήνα για να στεγάσει μόνιμα τη βιβλιοθήκη.… … Dictionary of Greek
Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία της Ιταλίας, μία από τις πιο πλούσιες και παλαιότερες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε από τον Κόσιμο τον Παλαιό (1389 1464), λειτουργώντας αρχικά ως ιδιωτική βιβλιοθήκη της οικογένειας των Μεδίκων. Εμπλουτίστηκε από τον γιο του… … Dictionary of Greek
Λοβέρδου, βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής. Δημιούργημα του Σπυρίδωνα Λοβέρδου (βλ. λ.), η β.Λ. περιλαμβάνει περισσότερα από τριάντα χιλιάδες έντυπα, που αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στη μετά την Άλωση ελληνική ιστορία και φιλολογία. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Αδριανού, Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που έχτισε ο αυτοκράτορας Αδριανός στην Αθήνα. Τα σημαντικότερα από τα σωζόμενα τμήματά της βρίσκονται σήμερα στην αρχή της οδού Άρεως, κοντά στην πλατεία Μοναστηρακίου. Πρόκειται για έναν τοίχο στον οποίο στηρίζονται επτά μονόλιθοι… … Dictionary of Greek
Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… … Dictionary of Greek
Μαρκιανή Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Nazionale Marciana). Ιστορική βιβλιοθήκη της Βενετίας. Ιδρυτής της θεωρείται ο ποιητής Πετράρχης, ο οποίος, το 1362, υποσχέθηκε να δωρίσει τα βιβλία του στη Δημοκρατία της Βενετίας, με σκοπό τη συγκρότηση δημοτικής βιβλιοθήκης. Ωστόσο … Dictionary of Greek
Αγγελική Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Angelica).Βιβλιοθήκη της Ρώμης. Περιέχει 120.000 τόμους βιβλία και 3.000 χειρόγραφα. Ιδρύθηκε το 1614 από τον Άγγελο Ρόκα (1545 1620), λόγιο διευθυντή του τυπογραφείου του Βατικανού, ο οποίος δώρησε σε αυτήν την πλούσια βιβλιοθήκη του … Dictionary of Greek